Βρετανία: Μελέτες – μαμούθ δείχνουν πολύ μικρό κίνδυνο θρόμβωσης μετά την 1η δόση με AstraZeneca

Επιμέλεια: Ρούλα Σκουρογιάννη

Μια ευρεία μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο για το φαινόμενο των σπάνιων θρόμβων αίματος που συνδέονται με το εμβόλιο της AstraZeneca κατά της COVID-19 διαπίστωσε επίπτωση σε μόνο ένα έως τρία κρούσματα ανά εκατομμύριο και μόνο μετά την πρώτη δόση, ρίχνοντας νέο φως στις παρενέργειες από το συγκεκριμένο εμβόλιο. 

Οι ερευνητές προσπάθησαν να αναλύσουν οποιαδήποτε σχέση μεταξύ των εμβολίων κατά της COVID-19 και των σπάνιων θρόμβων αίματος στον εγκέφαλο, τις αρτηρίες ή τις φλέβες -που μερικές φορές συνοδεύονται από χαμηλά αιμοπετάλια- αναφορές οι οποίες οδήγησαν πολλά κράτη πέρσι να σταματήσουν τη χορήγηση του εμβολίου της AstraZeneca, το οποίο αναπτύχθηκε σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Η πρώτη μελέτη -που πραγματοποιήθηκε από τον Steven Kerr και τους συνεργάτες του- δημοσιεύθηκε στο περιοδικό PLOS Medicine, την Τρίτη 22/2/22, και εξέτασε υγειονομικά αρχεία 46 εκατομμυρίων ενηλίκων στην Αγγλία μεταξύ Δεκεμβρίου 2020 και Μαρτίου 2021 για να αξιολογήσει τον κίνδυνο εκδήλωσης θρόμβων σε διάστημα ενός μήνα μετά τον εμβολιασμό είτε με το εμβόλιο Pfizer-BioNTech είτε με εμβόλιο AstraZeneca-Oxford, συγκρίνοντας τα ευρήματα με τους μη εμβολιασμένους.

Δεν διαπίστωσε κίνδυνο για μείζονα αρτηριακά και φλεβικά θρομβωτικά επεισόδια σε άτομα ηλικίας 70 ετών και άνω με κανένα από τα εμβόλια.

Και ενώ ο κίνδυνος ενδοκρανιακής φλεβικής θρόμβωσης (intracranial venous thrombosis – ICVT) μετά το εμβόλιο της AstraZeneca-Oxford ήταν σχεδόν διπλάσιος σε άτομα κάτω των 70 ετών, στα άτομα ηλικίας 70 ετών και άνω ήταν ίσος με μόλις μία έως τρεις περιπτώσεις ανά εκατομμύριο.

 

Το ισοζύγιο ωφέλειας/κινδύνου παραμένει «θετικό»

Οι κίνδυνοι ICVT και νοσηλείας με θρομβοπενία «είναι πιθανό να αντισταθμιστούν από την επίδραση των εμβολίων στη μείωση της θνησιμότητας και της νοσηρότητας από τον COVID-19», δήλωσαν οι συγγραφείς της μελέτης.

Περιπτώσεις σπάνιας πήξης του αίματος εμφανίστηκαν στις αρχές του περασμένου έτους (22021), καθώς ξεκίνησε η χορήγηση του εμβολίου AstraZeneca-Oxford στην Ευρώπη.

Το εμβόλιο της Johnson & Johnson κατά της COVID-19, το οποίο βασίζεται σε παρόμοια πλατφόρμα με το εμβόλιο AstraZeneca-Oxford, έχει επίσης συσχετιστεί με τον σπάνιο συνδυασμό πήξης του αίματος και χαμηλού αριθμού αιμοπεταλίων.

Ορισμένες χώρες έχουν περιορίσει ή αναστείλει τη χρήση των εμβολίων, αφότου η ρυθμιστική αρχή της ΕΕ για τα φάρμακα επιβεβαίωσε πιθανή σύνδεση μεταξύ των εμβολίων και των συμβάντων.

Οι διεθνείς ρυθμιστικές αρχές φαρμάκων έχουν δηλώσει ότι τα οφέλη των εμβολίων υπερτερούν των κινδύνων.

Η συγκεκριμένη μελέτη είναι σύμφωνη με μια ανασκόπηση της ρυθμιστικής αρχής φαρμάκων της ΕΕ, η οποία τον περασμένο μήνα ανακοίνωσε ότι παρατηρήθηκαν λιγότερες ανάλογες παρενέργειες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου της AstraZeneca.

Η AstraZeneca ανέφερε σε δήλωση ότι η μελέτη επιβεβαίωσε αυτό που είναι ήδη γνωστό για «εξαιρετικά σπάνιες αιματολογικές διαταραχές μετά τον εμβολιασμό».

«Ο κίνδυνος εμφάνισης αυτής της πολύ σπάνιας πάθησης παραμένει σημαντικά υψηλότερος μετά τον COVID-19», πρόσθεσε στη δήλωσή της η εταιρεία.

Πέρυσι, μια μελέτη υπό την καθοδήγηση και χρηματοδότηση της AstraZeneca διαπίστωσε ότι το εμβόλιο της ενέχει μικρό επιπλέον κίνδυνο θρόμβωσης με σύνδρομο θρομβοπενίας μετά την πρώτη δόση, αλλά κανέναν μετά τη δεύτερη.

Το εμβόλιο ChAdOx1 nCoV-19 της AstraZeneca-Oxford, που πωλείται με τα εμπορικά σήματα Vaxzevria και Covishield με περισσότερες από 2,6 δισεκατομμύρια δόσεις παγκοσμίως από τον Φεβρουάριο, παραμένει βασικό όπλο κατά της πανδημίας σε χώρες μεσαίου εισοδήματος.

Τα συμπεράσματα δεύτερης βρετανικής μελέτης

Μια δεύτερη βρετανική μελέτη, που κυκλοφόρησε επίσης χτες Τρίτη 22/2/22, διαπίστωσε ότι ο κίνδυνος θρόμβωσης του εγκεφαλικού φλεβικού κόλπου (CVST) σε διάστημα τεσσάρων εβδομάδων μετά τη λήψη του εμβολίου AstraZeneca-Oxford ήταν περίπου διπλάσιος από ό,τι πριν από τον εμβολιασμό, αλλά παρόλα αυτά, διαπίστωσε ότι μόνο ένα στα τέσσερα εκατομμύρια άτομα θα μπορούσαν να εκδηλώσουν την παρενέργεια αυτή.

Η μελέτη αξιολόγησε δεδομένα για περισσότερα από 11 εκατομμύρια άτομα στην Αγγλία, τη Σκωτία και την Ουαλία, σε διάστημα σχεδόν επτά μηνών από τον Δεκέμβριο του 2020 έως τον Ιούνιο του 2021.